- νυκτιφόρος
- νυκτῐ-φόρος, ον,A bringing darkness,
ἀφροσύνη Ph.1.335
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀφροσύνη Ph.1.335
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτιφόρος — νυκτιφόρος, ον (Α) βλ. νυκτοφόρος … Dictionary of Greek
νυκτιφόρον — νυκτιφόρος bringing darkness masc/fem acc sg νυκτιφόρος bringing darkness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυκτοφόρος — ον (Μ, Α νυκτιφόρος, ον) αυτός που φέρνει τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φόρος*. Ο τ. νυκτι φόρος < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα)] … Dictionary of Greek
νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος … Dictionary of Greek